26 Οκτωβρίου 2012

Βυκχίς : όνομα Αιολικόν παρα το Βάκχος Βακχίς και Βυκχίς



H σύνδεση της Λευκοθέας και η γέννηση του ονόματος της από τον αφρό των κυμάτων μας οδήγησε σε μια Αφρο-γεννημένη θεά της δυνατής βίνης/δίνης της θάλασσας.

Όμως η Λευκοθέα μαζί με την Κίρκη και την Καλυψώ διαθέτει και το χάρισμα της ανθρώπινης ομιλίας ..

Porphyrius Phil., Quaestionum Homericarum ad Odysseam pertinentium reliquiae
Odyssey book 5, section 334-337, line 27

σπερ κα π τς Λευκοθέας· <πρν μν ην βροτς αδήεσσα>
κα θνητ αδ χρωμένη, καθ κα ο βροτοί.

Η Λευκοθέα όταν ήταν θνητή μιλούσε ανθρώπινα και με θνητή ομιλία, λαλιά, φωνή, έδινε απάντηση καθώς και οι άνθρωποι …

Ο νναος Κορνοτος,  στωικός φιλοσοφός που έζησε κατά τη βασιλεία του Νέρωνα (περι το  60 μ.Χ.) στο έργο του De Natura Deorum ή Περί της φύσης των Θεών, αναφέρει για τους θαλάσσιους θεούς και την συνδεση τους με τα ονόματά τους λόγω ιδιοτήτων/ ενεργειών τους.

Lucius Annaeus Cornutus Phil., De natura deorum
Page 44, line 20

    δ <Νηρες> θάλαττά στι, τοτον νο-
μασμένη τν τρόπον π το νεσθαι δι' ατς. κα-
λοσι δ τν Νηρέα κα λιον γέροντα δι τ σπερ
πολιν πανθεν τος κύμασι τν φρόν· κα γρ
Λευκοθέα τοιοτόν τι μφαίνει, τις λέγεται θυγάτηρ
Νηρέως εναι, δηλονότι τ λευκν το φρο.
 Πιθανν δ κα τν <φροδίτην> μ δι'
λλο τι παραδεδόσθαι γεγονυαν ν τ θαλάττ
πειδ πρς τ πάντα γενέσθαι κινήσεως δε κα γρα-  
σίας, περ μφότερα δαψιλ κατ τν θάλαττάν στιν.
στοχάσαντο δ το ατο κα ο Διώνης ατν θυγατέρα
επόντες εναι· διερν γρ τ γρόν στιν. φροδίτη
δέ στιν συνάγουσα τ ρρεν κα τ θλυ δύναμις,
τάχα δι τ φρώδη τ σπέρματα τν ζων εναι
ταύτην σχηκυα τν νομασίαν , ς Εριπίδης πο-
νοε,

Ο Νηρεύς λέγει είναι η θάλασσα και τον ονομάζουν έτσι από τον τρόπο (κίνησης ) του Νείσθαι- εκ του νέω/ νέομαι δηλ. πλέω, κολυμπώ και με την ευρύτερη έννοια πορεύομαι, ταξιδεύω, έρχομαι και απέρχομαι κλπ και άλλιον γέροντα ή Πόλιον δηλαδή ασπρομάλλη ή γκριζομάλλη ή υπόλευκο, αρχαίο, λευκό κατά συνέπεια  και  διαυγή, καθαρό ή αίθριο γέροντα γιατί ανθεί και λουλουδιάζει ή επιπολάζει και ανθίζει αργά τα κύματα με τον αφρό τους, και η Λευκοθέα αυτό ακριβώς παρουσιάζει και φανερώνει γι αυτό και ονομάζεται θυγατέρα του Νηρέως γιατί  δηλώνει το λευκό του αφρού. Πιθανόν, γράφει ο Ανναίος,  για την Αφροδίτη και την ονομασία της, ότι δεν μας έχει παραδοθεί παρά η γέννηση της κινήσεως και της υγρασίας  διότι και οι δύο ιδιότητες είναι άφθονες πλουσιοπάροχες και πληθωρικές στη θάλασσα. Έτσι σκεπτόμενοι περί αυτού – οι φιλόσοφοι ή οι άνθρωποι- την ονόμασαν θυγατέρα της Διώνης γιατί το υγρό στοιχείο είναι ζωογόνο, ζωηρό, ζωικό ενώ η Αφροδίτη είναι αυτή, που ταυτόχρονα, συνάγει συσσωρεύει την θηλυκή και αρσενική δύναμη και τα  σπέρματα των ζώων -όντων είναι αφρώδη όπως υπονοεί και ο Ευρυπίδης…Ενώ ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι το σπέρμα παράγεται από το καθαρότερο αίμα ή τον αφρό του αίματος χρησιμοποιώντας την θερμότητα του σώματος…

Σε έτερον φιλόσοφο τον Αρίστων τον Χίο διαβάζουμε :

 Ariston Phil., Testimonia et fragmenta
Fragment 375, line 4

Plutarchus de virtute morali 2 p. 44of. <
ρίστων δ' Χος>
τ μν οσί μίαν κα ατς ρετν ποίει κα γίειαν νόμαζε· τ
δ πρς τί πως διαφόρους κα πλείονας, ς ε τις θέλοι τν ρασιν
μν λευκν μν ντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεν, μελάνων δ
μελανθέαν τι τοιοτον τερον

Μία η ουσία και αυτή την αρετή ποιεί και την υγεία ονοματίζει, πως σε πολλούς και διάφορους σαν κάποιος θέλει την όραση μας, όταν την αντιλαμβάνεται ως λευκή διάφανη, Λευκοθέα την καλεί…

Σε έτερο χωρίο και διαφορετικό συγγραφέα, τον Ζήνωνα τον Ελεάτη, η Λευκοθέα είναι αδελφή των Τεχλίνων και φέρει το όνομα Αλία. Ο Ποσειδών ερωτευμένος σμίγει μαζί της και αποκτά έξι γιούς και μια κόρη την Ρόδη ή Ρόδο, που πήρε το όνομα της και η αντίστοιχη νήσος …
Μετά την γέννηση της Αφροδίτης, η θεά ταξίδευε στους  ωκεανούς. Όταν οι νέοι γιοι της Αλίας αλαζονικά αρνήθηκαν να αφήσουν την Αφροδίτη να αποβιβαστεί επάνω στην ακτή τους, η θεά τους καταράστηκε με παραφροσύνη. Στην τρέλα τους, βίασαν την Αλία. Ως τιμωρία, ο Ποσειδώνας τους έθαψε στα θαλάσσια σπήλαια του νησιού. Η Αλία αργότερα έπεσε στη θάλασσα· οι Ροδίτες υποστηρίζουν ότι έγινε η θεά Λευκοθέα.

Zeno Hist., Fragmenta
Fragment 1, line 36

                                           
Ποσειδνα
δ νδρωθέντα ρασθναι τς τν Τελχίνων δελφς
λίας, κα μιχθέντα ταύτ γεννσαι παδας ξ μν
ρρενας, μίαν δ θυγατέρα όδον, φ' ς τν νσον
νομασθναι. Γενέσθαι δ κατ τν καιρν τοτον ν
τος πρς ω μέρεσι τς νήσου τος κληθέντας γίγαντας·
τε δ κα Ζες λέγεται καταπεπολεμηκς Τιτνας ρα-
σθναι μις τν νυμφν μαλίας νομαζομένης, κα
τρες ξ ατς τεκνσαι παδας, Σπαρταον, Κρόνιον,
Κύτον. Κατ δ τν τούτων λικίαν φασν φροδίτην κ
Κυθήρων κομιζομένην ες Κύπρον κα προσορμιζομένην
τ νήσ κωλυθναι π τν Ποσειδνος υἱῶν, ντων
περηφάνων κα βριστν· τς δ θεο δι τν ργν
μβαλούσης ατος μανίαν, μιγναι ατος βί τ μη-
τρ κα πολλ κακ δρν τος γχωρίους. Ποσειδνα
δ τ γεγονς ασθόμενον τος υος κρύψαι κατ γς
δι τν πεπραγμένην ασχύνην, ος κληθναι προση-
ους δαίμονας· λίαν δ ίψασαν αυτν ες τν θάλατ-
ταν Λευκοθέαν νομασθναι κα τιμς θανάτου τυχεν
παρ τος γχωρίοις.

Αλλά με το όνομα της Αλίης/ας  συναντάμε και :
την Αλίη, μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδος
την Αλία, κόρη της Σύβαρης. Σε ένα ιερό δάσος της Άρτεμης, αντιμετώπισε ένα τεράστιο φίδι που ζευγάρωσε μαζί της· απόγονοί τους ήταν τα πρώτα μέλη της φυλής Οφιογενείς.
Την Αλίη, κόρη της Τάλους. Παντρεύτηκε τον Κότις, γιο του Μάνες, του πρώτου βασιλιά της Λυδίας, γεννώντας του δύο γιους, τον Ασίς και τον Άτυς, βασιλιά της Λυδίας.

Αλίαν η Αλίη είναι αυτή που θεωρούμε θαλασσινή, ή αυτή που ανήκει στην θάλασσα συχνά εννοείται  κύμβη (κύμβη ή κύμβος, ριζ. Κύμβ- ισως συγγεν. με κύβη κυβιστάω ) δηλ.  κοίλο αγγείο, ποτήρι, λέμβος, πλοιάριο, παράγωγες οι λέξεις κύμβαλον, κύμβαλος, κυμβίον,  κλπ οπότε αλιάς κύμβη είναι το αλιευτικό πλοιάριο και αλιάδαι είναι οι ναύτες και οι ναυτικοί, όμως η αλία είναι και η συγκέντρωση του λαού, οι συνεδριάζοντες (συχνή η χρήση της σε δωρικές πόλεις, αντίστοιχη της εκκλησίας του Δήμου στην Αθήνα και της Απέλλας των Σπαρτιατών) – Περί κυμβάλων και Κυβέλης υπάρχουν αντίστοιχα παλαιότερα κείμενα ..)

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (littera λ)
Alphabetic letter lambda, entry 77, line 1

<Λευγαλέον>: τ γρόν· μύρ λευγαλέ, Σοφοκλς· κα
πάλιν· νν δέ με λευγαλέ θανάτ· τ δι' δατος. παρ τ  
χεύω χευαλέον. σημαίνει δ κα τ λέθριον παρ τ λοιγν
λοιγαλέον· κατ μετάθεσιν τν στοιχείων λευγαλέον.
<Λευκανοί>· πό τινος Λευκίου προσαγορευθέντες.
<Λευκαρίων>· οον· Πύρρα Λευκαρίων. Δευκαλίων καθ'
πέρθεσιν Λευκαδίων, τροπ το Δ ες τ Ρ Λευκαρίων.
<Λευκή>: νσος ν Πόντ. Λευκ δ λέγεται δι τ πλθος
τν λευκν ρνέων νδιαιτωμένων ν ατ.
<Λευκός>· παρ τ λεύσσω τ βλέπω, διαφανς κα λαμπρός.

Έτσι μπορούμε μέσω της έννοιας του λευκού της θάλασσας να δούμε και μια διαφορετική ονομασία του Δευκαλίωνα ως ΛΕΥΚ-ΑΡΙΩΝΑ – Περισσότερα περί Δευκαλίωνος περί λαρνάκων/κιβωτών και  σε παλαιότερα κείμενα

Είδαμε όμως σε προηγούμενα κείμενα την σύνδεση της Ινούς-Λευκοθέας με την Βύνη/Δίνη-Ινη(α) και επιστρέφουμε με το παρακάτω απόσπασμα όπου η Βύνη ή Λευκοθέα ή Ινώ δηλώνει όχι απλώς την θάλασσα και την δίνη/ δίνες της αλλά και τον Βυθό της όπου βύσσος  ή βύσος είναι η βήσσα είναι δηλαδή ο Βυθός και ο πυθμένας, το βάθος της θάλασσας…το άφατο…μας συνδέει και με την  ά-βυσσο.

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia
Section 106, line 3

Πσα λέξις κ τς βυ συλλαβς ρχομένη δι το υ
ψιλο γράφεται βυθός· βυζς, πυκνς, συνετός· βύζανα, κόν-
δυλος· βύζειν θρόον, πυκνόν· Βύνη Λευκοθέα νω· βύσσος· βυσός·


Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (νάβλησις – βώτορες)
Alphabetic letter beta, entry 292, line 1

     <Βυθός>· τ βάθος τ φατον· παρ τ βάθος, το <α> ες
<υ> τραπέντος. παρ τ βύζω βυστός κα βυθός AB, Sym. 236,
EM 366. Orio 38, 17.
 <Βύκτης>· χητικός, μεγάλως χν· μηρος (κ 20)·
  νθα δ βυκτάων νέμων·
κα Λυκόφρων (738)·
  βύκτας ν σκ συγκατακλείσας βοός.
παρ τ βύω, νθεν βεβυσμένος· ο παράγωγον βύζω, παθητικς
παρακείμενος βέβυκται, ς βάζω βέβακται, οον (θ 408)·
   πος δ' ε πέρ τι βέβακται.
παρ γον τ † βέβακται γίνεται βύκτης. πεποίηται π το βυθο
κα το ράττειν· παρ τ <βυ> βύκτης· τ γρ <βυ> π το μεγά-
λου λεγον· κα Σώφρων (fr. 115 Kaibel)·  
   βυβά,
ντ το μεστ κα πλήρη κα μεγάλα βύζειν <***> AB, Sym.
237, EM 361, Eust. 1646, 25. *Orio.
 <Βύκχις> (Alcae. passim)· <νομα Αολικόν· παρ τ>
Βάκχος Βακχίς κα Βύκχις, ς ππος ππίς κα οκος Οκίς, κα
τροπ το <α> ες <υ>, ς βάθος βύθος AB, EM 360. Hdn. II 351, 9.
 <Βύνη> (Lycophr. 107)· Λευκοθέα, νώ, οον
(Call. fr. 745)·
  Βύνης καταλέκτριαι αδηέσσης.
ερηται παρ τ ες βυθν δύνειν Βυθοδύνη κα κατ συγκοπν  
Βύνη. παρ τ δύνω δύνη, καταδύσασα ες θάλασσαν κα Βύνη
κατ τροπήν AB, Sym. 238, EM 363. Schol. Lycophr.
 <Βυρσοδέψης> (Ar. eq. 136 var. lect.)· ριστοφά-
νης (l. c.)·
  πιγίνεται γρ βυρσοδέψης Παφλαγών.
ατς δ κα (Ar. av. 490) σκυλοδέψης καλεται. παρ τ
δεψσαι, στιν παλναι AB, Sym. 239, EM 365, Eust. 1710, 15.
*Lex. rhet.
 <Βύρσα>· παρ τ δείρω, τ κδέρω, μέλλων Αολικς
δέρσω· κα δέρσα κα βύρσα, κδερομένη τ σώματι. παρ τ
ύω ύσα κα πλεονασμ το <β> κα καθ' πέρθεσιν βύρσα, περιρ-
ρεομένη τ δρτι. οτως ρος AB, Sym. 240, EM 364. Orus.
beta.295.1
 <Βυσσός> (Ω 80)· τ βάθος· παρ τ βυθός, τροπ το
<θ> ες <σ> κα πλεονασμ τέρου <σ> βυσσός AB, Sym. 241, EM 366. *Orio.
 <Βύσσος>· εδος βοτάνης· ξ ο κα τ π' ατς βαπτό-  
μενα μάτια βύσσινα λέγονται AB, Sym. 241, EM 367, Et. Gud.
β 156. *Orio?
 <Βύνη> (Lycophr. 107)· Λευκοθέα, νώ, οον
(Call. fr. 745)·
  Βύνης καταλέκτριαι αδηέσσης.

Οι έννοιες του βυθού, της βύνης/δίνης κι όλες οι θαλάσσιες έννοιες ταυτίζονται και με το βάθος και την άβυσσο όπως και με τον Μεγάλο Ηχών, τον δυνατό άνεμο και την ανεμοζάλη αλλά και με τον Βάκχο, τις Βάκχες ή Βυκχίδες και τον - Βύκχις> (Alcae. passim)· <νομα Αολικόν· παρ τ> Βάκχος Βακχίς κα Βύκχις…

Ενώ βυκανίζω σημαίνει σαλπίζω, βυκανισμός το σάλπισμα και βυκάνη η σάλπιγγα…


Συνεχίζετε…

13 Οκτωβρίου 2012

ἴνη καὶ δίνη, ἡ μετὰ δυνάμεως συστροφή...



Αφού πήραμε μια εικόνα από τις  πραγματικές ερμηνείες της Ινούς ως κόρης αλλά και κόρης του ματιού και ταυτόχρονα της δυνατής, ή αυτής που εν-δυναμώνει – το παιδί/ βρέφος και κατά συνέπεια είναι αυτή που τρέφει και μεγαλώνει τον Διόνυσο, ακόμα και ως παραμάνα/τροφός και συγχρόνως αδελφή της μητέρας του  ή ακόμα και ως ακτίδος, ή και ως ίνας κλπ ας προχωρήσουμε και στις ερμηνείες της Λευκοθέας ή Λευκοθόης … για να δούμε και μερικές ακόμα αφανής εκ του ονόματος ερμηνείες που θα μας οδηγήσουν και στην απόλυτη σύνδεση με τον «υγρό/νερένιο ή αν θελετε Λυμναίο αλλά και Υδραίο ΔΙΟΝΥΣΟ

Καταρχήν έχουμε την Λευκοθέα – λευκή θεά την Ινώ, την κόρη του Κάδμου που λατρεύεται ως ευεργετική και Σώτειρα θαλάσσια θεά…
Την Λευκο-θοη όνομα που δίδεται στην Λευκοθέα κατά τα΄αλλους το όνομα της αντιπάλους της Κλυτίας που είναι ερωμένη του Ήλιου και μεταμορφώθηκε σε ηλιοτρόπιο
Της Λευκο-νόης θυγατέρας του Μινύα…
Της Λευκ-ώνης θυγατέρας του Αφείδαντος εκ της Τεγέας
Της Λευκ-ώνης συζύγου του Κυανίππου

Της Λευκο-φρυνης Αρτέμιδος που ήδη είδαμε κλπ

Και τα υπόλοιπα ονόματα που αποδίδονται στην Λευκοθέα ως ΗΜΙ-Θεας και ΑΜΦΙ-Θέας.

Η σύνδεσή τους με την θάλασσα και τις θαλάσσιες θεότητες καθώς και τις διακυμάνσεις της θάλασσας δίδονται εκτός από τους μύθους που την συνδέουν με τις λάρνακες, που ήδη είδαμε,  αλλά και με τις παρακάτω λεξικολογικές και γραμματολογικές ερμηνείες. 

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (άλιονζειαί)
Alphabetic entry epsilon, page 553, line 5

<Εδίνητον> <Jo. Damasc. Canon. iamb. 3, 122>· σημαίνει τ
εστροφον· γέγονε δ παρ τ ε μόριον κα τ δίνη, σημαίνει τν
συστροφήν, εδινος, κα ξ ατο εδιν εδινήσω εδίνηκα εδίνημαι
εδίνησαι εδίνηται, κα <ξ ατο εδίνητος κα> τ οδέτερον εδί-
νητον. δίνη δ παρ τ ω, τ πορεύομαι, νη κα δίνη.
 τ οδέτερον δνος το δίνου<ς> τος δίν⟦ες⟧ι κα τροπ το <ε> ες <ο> κα πλεονασμ το <ι> <ibid. 127> “δίνοισιν”, γουν τος γκάτοις.


Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 276, line 47


 <Δίνη>: συστροφή· κ το δεύω, τ βρέχω,
δεύνη· κα ποβολ το ε, κα τροπ το υ ες ι,
δίνη. παρ τ Ζες Δις δίη· κα πλεονασμ
το ν, δίνη. π το ς νς, δύναμις, νη κα
δίνη, μετ δυνάμεως συστροφή. κ το ελ,
τ συστρέφω, γίνεται λη κα δίνη 
....
 <Διονς>: γυναικίας κα πάνθηλυς.
 

Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Odysseam
Volume 1, page 228, line 17

 κα δι το λευκο πεδίου τῆς Μεγαρίδος θεύσασα ἐστι δραμοῦσα, ὅθεν κα Λευκοθέα ἐκλήθη, συγκατέῤῥιψεν ἑαυτὴν τ βασταζομέν παιδ ἐς θάλασσαν.

Εκτός λοιπον από Λευκοθέα ή Ινώ ονομάζεται και Βύνη/δίνη είναι η ίδια με όλες τις ιδιότητες της θάλασσας η ίδια η σκληρή Βύνη/Δίνη των θαλασσών…αλλα και οχι μόνο καθώς το ονομα της ήδη δηλώνει και την Ακτίδα και τις ηλιακές και ενεργειακές δίνες...


Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia
Section 106, line 3

Βύνη Λευκοθέα Ἴνω·

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (ἀνάβλησιςβώτορες)
Alphabetic letter beta, entry 292, line 1

                                                          
ηdn. ιι 351, 9.
 <
Βύνη> (Lycophr. 107)· Λευκοθέα, Ἰνώ, οἷον   Βύνης καταλέκτριαι αὐδηέσσης.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 217, line 5

 <Βύνη>: Λευκοθέα, νώ· οον,  Βύνης καταλέκτριαι αδηέσσης.
Ερηται παρ τ ες βυθν δύνειν, βυθοδύνη· κα
κατ συγκοπν, Βύνη· παρ τ δύνω, δύνη,
καταδσα ες θάλασσαν, κα βύνη, κατ τροπήν.
λλοι θαλάμη, πεύκη, ς παρ Λυκόφρονι.

Βύνη όμως ονομάζεται εκ του εις βυθόν δύνειν  δηλαδή χώνεται βαθιά στον βυθό, βουτά βαθιά, βυθίζεται ή δύει βασιλεύει, εισχωρεί, εισέρχεται, μπαίνει κρυφά, διεισ-δύει στο βυθό κλπ…

Βυθοδύνη μπορεί να δηλώνει και τον βυθοδρομέα, κάποιον που τρέχει προς το βυθό, ή βυθίζεται γρήγορα ή καταποντίζεται ή βουλιάζει…

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 107, line 10

  EM 2175 (EG 1178) <
Βύν> τ Δύν Λευκοθέ τ Ἰνοῖ παρ τ δύω τ κολυμβ s4 ὡς ἕτεροί φασιν ἐγὼ δ παρ τ βύω τ κρύπτω, ὅθεν κα βύθος κα Βύνη.

Βύω στουπώνω, παραγεμίζω, μπουκώνω, χώνω, κρύπτω κλπ

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (littera λ)
Alphabetic letter lambda, entry 77, line 1

<
Λευκός>· παρ τ λεύσσω τ βλέπω, διαφανὴς κα λαμπρός.
<
Λευκοθέα>: Ἰνώ.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 561, line 44

 <
Λευκοθέα>: Ἰνώ· ὅτι μμανὴς γενομένη, δι το λευκο πεδίου θέουσα ( ἐστι περ τὴν Με-
γαρίδα) ἑαυτὴν εἰς τὴν θάλασσαν ἔρριψε.


Etymologicum Symeonis, Etymologicum Symeonis (
ἀνακωχῆςβώτορες)
Volume 1, page 514, line 30

  gen. 290.  <
Βύνη> (Call. Fr. 745)· Λευκοθέα, Ἰνώ· εἴρηταικα συγκοπ Βύνη.

Το Βύνη μετατρέπεται από το  ρήμα δύνω σε  δύνη

To δύνω ως τύπος φαίνεται να  προέρχεται από τα παρακάτω ρήματα

  1. δύναμαι (to be able): pres imperat mp 2nd sg
  2. δῡνω,δύω 2 (cause to sink): aor subj act 1st sg
Δύναμαι δηλαδή μπορώ, είμαι σε κατάσταση, έχω δύναμη, είμαι δυνατός, αξίζω, αντιστοιχώ, ισοδυναμώ, περνώ, δηλώνω, σημαίνω, εμφαίνω, είμαι ίσος κλπ …

Δύνω, δύω είδαμε παραπάνω, χώνω βαθιά, βουτώ, βυθίζω, δύω, βασιλεύω, εισχωρώ, μπαίνω, βουτώ, βουλώνω, μπαίνω κρυφά, εισδύω, διεισδύω, τρυπώνω, περιβάλλομαι κλπ

Θαλάμη – τρύπα, φωλιά υδρόβιου ζώου, φωλιά ζώου, θάλαμος, σπηλιά κλπ

Η πεύκη το γνωστό δέντρο του πεύκου αλλά και η δάδα, ο πυρσός…

Όμως εκτός από τις παραπάνω ερμηνείες της Ινούς/Λευκοθέας ως Βύνης/Δύνης θα πρέπει να εξετάσουμε και τη ΒΥΝΗ ως το ψημένο κριθάρι που χρησιμοποιείται σήμερα για την παραγωγή της μπίρας.
 Ήδη από το μύθο και τα κείμενα του Απολλόδωρου η Ινώ ως δεύτερη  σύζυγος του Αθάμαντα, βασιλιά των Θηβών θεωρείται μητρυιά του Φρίξου και της Έλλης, (παιδιά του Αθάμαντα και της πρώτης συζύγου του Νεφέλης). Για να απαλλαγεί από τα ανεπιθύμητα γι' αυτή παιδιά, η Ινώ σκέφθηκε την εξής πλεκτάνη: έπεισε τις γυναίκες της χώρας να φρύξουν/ καβουρδίσουν/ψήσουν τους σπόρους του σιταριού πριν να τους σπείρουν
Οι καβουρδισμένοι σπόροι όμως δεν φύτρωναν και η χώρα πείνασε. Για να απαλλαξεί τη Βοιωτία από τον λιμό, το Μαντείο των Δελφών διέταξε να θυσιασθεί στον Δία ο Φρίξος. Στην πραγματικότητα, η Ινώ είχε δωροδοκήσει τους άνδρες που είχαν σταλθεί στο μαντείο, για να πουν αυτό το ψέμα. Ο Αθάμας όμως πληροφορήθηκε την απάτη της Ινούς και την κατεδίωξε για να τη σκοτώσει. Τότε η Ινώ έπεσε μαζί με τον γιο της στη θάλασσα.

Έτσι το όνομα της Ινούς ως Βύνης μπορεί να δηλώνει ταυτοχρονα και την αληθινή σημασία  του ψημένου ή φριγμένου Καρπού/Κριθαριού…

Pseudo-Apollodorus Myth., Bibliotheca (sub nomine Apollodori)
Chapter 1, section 80, line 2

  τν δ Αόλου παίδων θάμας, Βοιωτίας δυνα-
στεύων, κ Νεφέλης τεκνο παδα μν Φρίξον θυγα-
τέρα δ λλην. αθις δ ν γαμε, ξ ς ατ
Λέαρχος κα Μελικέρτης γένοντο. πιβουλεύουσα δ
ν τος Νεφέλης τέκνοις πεισε τς γυνακας τν
πυρν φρύγειν. λαμβάνουσαι δ κρύφα τν νδρν
τοτο πρασσον. γ δ πεφρυγμένους πυρος δεχομένη
καρπος τησίους οκ νεδίδου· δι πέμπων θάμας
ες Δελφος παλλαγν πυνθάνετο τς φορίας. ν
δ τος πεμφθέντας νέπεισε λέγειν ς εη κεχρησμέ-
νον παύσεσθαι τν καρπίαν, ἐὰν σφαγ Δι Φρίξος.
τοτο κούσας θάμας, συναναγκαζόμενος π τν
τν γν κατοικούντων, τ βωμ παρέστησε Φρίξον.
Νεφέλη δ μετ τς θυγατρς ατν νήρπασε, κα
παρ' ρμο λαβοσα χρυσόμαλλον κριν δωκεν, φ'  
ο φερόμενοι δι' ορανο γν περέβησαν κα θάλας-
σαν. ς δ γένοντο κατ τν μεταξ κειμένην θά-
λασσαν Σιγείου κα Χερρονήσου, λισθεν ες τν
βυθν λλη, κκε θανούσης ατς π' κείνης
λλήσποντος κλήθη τ πέλαγος. Φρίξος δ λθεν
ες Κόλχους, ν Αήτης βασίλευε πας λίου κα
Περσηίδος, δελφς δ Κίρκης κα Πασιφάης, ν Μίνως
γημεν. οτος ατν ποδέχεται, κα μίαν τν θυγα-
τέρων Χαλκιόπην δίδωσιν. δ τν χρυσόμαλλον
κριν Δι θύει φυξί, τ δ τούτου δέρας Αήτ δί-
δωσιν· κενος δ ατ περ δρν ν ρεος λσει
καθήλωσεν. γένοντο δ κ Χαλκιόπης Φρίξ παδες
ργος Μέλας Φρόντις Κυτίσωρος.
  θάμας δ στερον δι μνιν ρας κα τν ξ
νος στερήθη παίδων· ατς μν γρ μανες τό-
ξευσε Λέαρχον, ν δ Μελικέρτην μεθ' αυτς ες
πέλαγος ρριψεν. κπεσν δ τς Βοιωτίας πυνθά-
νετο το θεο πο κατοικήσει· χρησθέντος δ ατ
κατοικεν ν περ ν τόπ π ζων γρίων ξενισθ,
πολλν χώραν διελθν νέτυχε λύκοις προβάτων μοί-
ρας νεμομένοις· ο δέ, θεωρήσαντες ατόν, διροντο
πολιπόντες φυγον. θάμας δ κτίσας τν χώραν
θαμαντίαν φ' αυτο προσηγόρευσε, κα γήμας Θε-
μιστ τν ψέως γέννησε Λεύκωνα ρύθριον Σχοι-
νέα Πτον.  


Menecrates Hist., Fragmenta
Fragment 6, line 8

                 Κα τὴν μὲν εἰς Μέγαρα προσβρασθε-
σαν Μεγαρεῖς ἀνελόμενοι κα πολυτελῶς κηδεύσαντες ἐκάλεσαν Λευκοθέαν· τὸν δ εἰς Κόρινθον Κορίνθιοι θάψαντες Μελικέρτην ἄγουσιν π' αὐτῷ ἀγῶνα τ Ἴσθμια.

Scholia In Homerum, Scholia in Odysseam (scholia vetera)
Book 5, hypothesis-verse 334, line 1

 V. Λευκοθέη] Λευκοθέα ἐκλήθη Ἰνὼ π το θεῦσαι, ἐστι δραμεῖν, δι το Λευκο λεγομένου πεδίου τῆς Μεγαρίδος.

Scholia In Homerum, Scholia in Odysseam (scholia vetera)
Book 5, hypothesis-verse 334, line 4

E.V.
τὴν αἰτίαν τῆς διωνυμίας πέδωκεν, Ἰνὼ μὲν ὅτε ἄνθρωπος ἦν, ὅτε δ
πεθεώθη, Λευκοθέα.

Scholia In Homerum, Scholia in Odysseam (scholia vetera)
Book 5, hypothesis-verse 334, line 11

                                                    
δι δ τὴν Διονύσου
τροφὴν σὺν τ παιδ ἰσοθέου τιμῆς ἔλαχε, κα τ ὀνόματα μετέβα-
λεν μὲν Λευκοθέα κληθεῖσα δι τ φυγὴν πεποιῆσθαι δι το
Λευκο πεδίου τῆς Μεγαρίδος, δ Παλαίμων δι τ συλλαμβά-
νεσθαι τοῖς παλαίουσι κατ θάλασσαν

 Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 107, line 19

 
Σίσυφος δ ἀδελφὸς Ἀθάμαντος βασιλεύων Κορίνθου ἀγῶνα κα θυσίαν π' αὐτοῖς ἐτησίως ἐκέλευσε γίνεσθαι, ὅθεν κα θεοὺς αὐτοὺς κεκλήκασι κα Λευκοθέαν π το τῆς θαλάσσης ἀφροῦ τὴν Ἰνώ.

Με δεδομένα ότι το όνομα της η Λευκοθέα το έχει πάρει είτε εκ του λευκού πεδίου της Μεγαρίδος είτε εκ του λευκού αφρού της θαλάσσης  ως μια γυναίκα που εκ του Αφρου -ανΑ(ω)- δυθει ως μια Αφρο-δύθει ή Αφρο-Δυτη..(εκ του δύνω που ειδαμε παραπάνω ) η μια Αφρο-βυνη ή Αφρο-δύνη...

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae)
Scholion 757, line 2

τ ἑξῆς· <Βύνης> δ s3 s4 κα τῆς Ἰνοῦς τῆς κα Λευκοθέας s4 <
 
Scholia In Pindarum, Scholia in Pindarum (scholia vetera)
Ode O 2, scholion 51d, line 4

   BCEQ μ
αρ-
μαρτυρε δ κα μηρος (Ε 333)·
  
τὸν δ ἴδεν Κάδμου θυγάτηρ, καλλίσφυρος Ἰνώ,
  
Λευκοθέη, πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα,
  
νῦν δ' ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἐξέμμορε τιμῆς.

Scholia In Pindarum, Scholia in Pindarum (scholia vetera)
Ode O 2, scholion 51b, line 4

 
αὕτη δ Λευκοθέα Νηρηὶς γενομένη.

Scholia In Pindarum, Scholia in Pindarum (scholia vetera)
Ode O 2, scholion 51c, line 1

   HQ
οὕτως γὰρ, ἤγουν Λευκοθέα, καλεῖται.

Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera)
Prolegomenon-anecdote-poem 7, section-verse 57a, line 4

  ..>
Νηρηΐδων <...> Λευκοθέαν, Παλαίμονα, φροδίτην.



συνεχίζετε ...
 


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...