5 Ιουλίου 2012

παρὰ τὸ σαλεύεσθαι τῇ πνοῇ...


Lexicon De Atticis Nominibus, De Atticis nominibus (= Περ ττικν νομάτων) (sub nomine cuiusdam Theaeteti grammatici) (e codd. Laur
Entry 59, line 1

                                        
ξra. 409a).
<σελήνη>. Σέλας νέον χουσα  (Pl. Cra. 409a – b).

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 709, line 25

<Σελήνη>: παρ τ σέλας νέον χειν· παρ τ σέλας ε ν χειν· θεν κα νος νιαυτς, ε νεάζων.

Και η Σεμέλη η φροντίζουσα για το  Σέλας + μέλει μια ακόμα μορφή της Σελήνης και των φεγγαροθεών της καθώς και νέων υιών που προκύπτουν από τις ενώσεις της σε υπερουράνιο επίπεδο, αλλα και σε ανώτερο πνευματικό με την εσωτερική φώτιση που δέχονται  μέσω των ιερών μυστηρίων και των μυήσεων οι ιέρειές της…

Περισσότερα εχουν δωθεί και στα πρώτα κειμενα με την αναφορά  των άλλων ονομάτων της Θυώνης/Υήν/Εγχώ/Σεμέλην κλπ  
 
Aναλυτικότερα στοιχεία που ήδη έχουν δωθεί για τις φάσεις ακόμα και της Σελήνης …

Περίτων φάσεων της Σεμέλης/Σελήνης

Σεμέλη -Φεγγαροθεά

Περί Σεμέλης και Πυρός ΙΙ

Περι Σεμέλης και πυρός

ἐκ Δήμητρος ἐστάλη σπείρειν τὴν γῆν πᾶσαν,

Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον, εὐαστῆρα, πρωτόγονον,διφυῆ..


Etymologicum Parvum, Etymologicum parvum
Letter lambda, entry 23, line 1

<Λάμπω>· παρ τ σέλας, σημαίνει τ φς, κα τ μπω γίνεται σελάμπω ‘κα’ κατ' φαίρεσιν τς ΣΕ συλλαβς λάμπω.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 728, line 4

 <Στίλβω>: Τ λάμπω. Παρ τ στέλλω, στίλβω·
ξ ο κα στιλπνς, ς τέρπω τερπνός. παρ τ σέλας κα τ β, τ βαίνω· παρ τ τλε, οον τ πόρρωθεν λάμπον κα διαυγάζον.

‘Ομοια και η Σεμέλη δίνοντας την ερμηνεία της φροντίδας του Σέλαος δίνεται και η ερμηνεία της ως αυτή που σείσθηκε και κουνήθηκαν τα μέλη της από τον κεραυνό

 Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 709, line 43

<Σεμέλη>: Παρ τ σέλας μέλειν, γουν φροντίζειν· παρ το Δις γρ τήσατο μετ στραπν κα βροντν συγγενέσθαι ατ· [ο γενομένου κακεραυνωθείσης, σείσθη τ μέλη· κα ντεθεν  Σεμέλη.]

Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Graecarum affectionum curatio
Book 3, section 45, line 5

                    Τς δ χθονίας δυνάμεως τ γεμονικν
στίαν νόμασαν, έαν δ τν πετρώδη κα ρειον, Δήμητρα
δ τν πεδινήν, τν δ φυτικν δύναμιν Διόνυσον προσηγό-
ρευσαν· τν δέ γε σελήνην, παρ τ σέλας νομαζομένην,
ρτεμιν νόμασαν, οον ερότεμιν, τε δ δι το έρος οσαν
κα τοτον τέμνουσαν.

Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Graecarum affectionum curatio
Book 3, section 17, line 4

                           ταν γρ δωμεν τν ορανν τ κύτη
κα τς γς τ ερος κα τν πελαγν τ μεγέθη κα τν
λίου λαμπρότητα κα τς σελήνης τ σέλας κα τλλα σα
στν ρατά, ο τούτοις παρισομεν τν ποιητήν, λλ' πείρ
τιν κα μεγέθει κα κάλλει κρείττονα τν ποιημάτων εναί φα-
μεν.


Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 709, line 20

 <Σέλας>: λαμπρότης το πυρς, γουν λαμπηδών. 


Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum
Kallierges page 709, line 21

 Παρ τ σάλος, σέλας, (ς βάλλω, βέλος,) τ εικίνητον πρ· παρ τ σαλεύεσθαι πνο, τ καιόμενον κα κεραύνιον πρ· ο δ, τν στραπήν· ο δ, τ φς.

Σάλος = σάλος, κύμανση της θάλασσας, χτύπςο των κυμάτων, αντάρα, ταραχή, ταλάντωση, άστατη κίνηση, κυματισμός, κούνημα,

Αεικίνητον = αιωνίος κινουμενος, διαρκώς κινούμενος,

Σαλεύεσθαι = σάλος, κλονισμός, κίνημα, κούνημα, σάλεμα, κλονιζομαι, κατρακυλώ, κινούμαι, κλυδωνίζομαι, δονούμαι,


Πνοή = φυσημα, διαπνοή, άνεμος, αύρα, αναπνοήκ ανάσα, ανασαιμιά, ζωή,

Cyrillus Theol., Fragmenta in Acta apostolorum et in epistulas catholicas
Volume 74, page 760, line 28

                 λιος δ τ οκεον νάπτων σέλας, κα τν κτνα συνενεγκν, οκ ξίου φαίνειν τι τος π τς γς· ποίει γρ σκότος π ρας κτης ως ρας νάτης.

Callistratus Soph., Statuarum descriptiones
Chapter 14, section 5, line 3

   ν γε μν τος το πίνακος τέρμασιν  
μφιτρίτη τις κ βυθν νέβη γριόν τι κα φρικ-
δες ρσα κα γλαυκόν τι σέλας κ τν μμάτων μαρ-
μαίρουσα, Νηρηίδες δ περ ατν εστήκεσαν, παλα
δ σαν αται κα νθηρα προσιδεν κα φροδίσιον
μερον ξ μμάτων στάζουσαι, πρ δ κρων τν
θαλασσίων κυμάτων λίσσουσαι τν χορείαν πληττον.


Georgius Choeroboscus Gramm., Epimerismi in Psalmos
Page 109, line 24

  Παρ τ σέλας, τοτο παρ τ νέον χειν τν λαμπηδόνα.

Georgius Choeroboscus Gramm., Epimerismi in Psalmos
Page 131, line 7

ΛΙΟΣ παρ τ σέλας, σημαίνει τν λαμπηδόνα, σέλιος,
κα
ποβολ το Σ, κα τροπ το Ε ες Η, λιος· παρ τ
τν λα νιμσθαι· παρ τ δλος, σημαίνει τν φανε-
ρν, δήλιος, κα ποβολ το Δ λιος.


Georgius Choeroboscus Gramm., Epimerismi in Psalmos
Page 164, line 22

ΣΑΛΠΙΓΞ, παρ τ σαλπίζω, τοτο παρ τ σέλας κα
τ
πίζω· ο γρ ρχαοι μήπω σάλπιγγι χρώμενοι, πολε-
μίων περιτοιχισάντων φνω τν πόλιν ατν δι φλογς
κα καπνο τος πικούρους κάλουν.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (άλιον – ζειαί)
Alphabetic entry epsilon, page 455, line 10

<λη>· ες τ έλιος κα Θειλόπεδον κα Σέλας.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry eta, page 241, line 13

<λιος>, παρ τ ν λ διατρίβειν, οον, λιος, παρ  τ σέλας, σημαίνει τν λαμπεδόνα, σέλιος κα πο βολ το σ κα τροπ το ε ες η λιος.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry theta, page 267, line 17

νιοι δ τς θύρας σαλάμας καλοσιν, π το σέλας  βάλλειν νοιγομένας, δι' ν τ σέλας βαίνει.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry lambda, page 361, line 54 

<Λάμπω>, παρ τ σέλας σημαίνει τ φς κα τ  πέμπω γίνεται σελάμπω κα κατ' φαίρεσιν τς σε  συλλαβς λάμπω.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry sigma, page 498, line 16

<Σέλας>, φς, λαμπηδν, λαμπρότερον τ φς τς σελήνης, παρ τ σαλεύεσθαι τ πνο.
.
<Σέλας>, παρ τ σεύω τ ρμ κα σέλη λαμπεδν,  παρ τ σεύεσθαι ξ ατς τν λην κα ρμν,  παρ τ λη λαμπηδν λας κα σέλας· κα ες τ
 λιος, κα λάμπω, κα σάλπιγξ, κα σεμελή.


Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry sigma, page 498, line 22

<Σελήνη ρτεμις>, σέλας νέον, ερηται παρ τ σέλας ένναον χειν, θεν κα νιαυτς, νος ε  νεάζων, οτως ρακλείδης.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry sigma, page 498, line 25

<Σελήνη>, παρ τ ν νυκτ φαίνειν, σέλας γρ ο πα λαιο τ φς κάλουν· στι δ κα νομα βασιλίσσης  σκυθν.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry sigma, page 498, line 36

<Σεμέλη>, κύριον, παρ τ σέλας μέλειν, γουν φροντίζειν· σέλας γρ τν στραπήν· παρ το Δίος τήσατο μετ στραπς κα βροντν συγγενέσθαι ατ.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry sigma, page 498, line 42

<Σεμίδαλις>, κ το σέλας σημαίνει τ λευκν, σελίδαμίς τις οσα, λευκ λευρος. (το σιμιγδάλι, σεμιγδάλι, αλεύρι από σκληρό σιτάρι πολύ λεπτό)

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – μαι)
Alphabetic entry sigma, page 512, line 12

<Στίλβω>, παρ τ σέλας κα τ β τ βαίνω· παρ  τ τλε, σημαίνει τν μακρν, τ πόῤῥωθεν λάμπω  κα αγάζω.

Etymologicum Gudianum, Additamenta in Etymologicum Gudianum (άλιονζειαί) (e codd. Vat. Barber. gr. 70 [olim Barber. I 70] + Pari
Alphabetic entry gamma, page 296, line 21
                                                                                                                                          
τ στερητικ κα τ πιτατικ πάντα ν τ ρχ θέλουσι τίθεσθαι, πλν το γαλήνη, χελώνη, σελήνη· χελώνη δ παρ τ τρέχω κα το <νη> στερητικο, στερημένη το τρέχειν· σελήνη δ παρ τ σέλας, σημαίνει τ (φ)ς, κα το <νη> στερητικο, στερημένη το σέλα<ο>ς· γαλήνη δ παρ τ γελ, γελάσω, γελάνη κα γαλήνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...